κεντίζω

κεντίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κεντίζω" в других словарях:

  • κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κεντίζω — κέντισα, κεντισμένος 1. παρακινώ: Τον κεντίζει η γυναίκα του ν ασχοληθεί μ΄ αυτή τη δουλειά. 2. διακοσμώ ύφασμα: Κεντίζει τα σεντόνια. 3. τρυπώ με αιχμηρό όργανο: Κεντίζει το άλογο για να τρέξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέντισμα — το [κεντίζω] 1. κέντημα, διαποίκιλση υφάσματος με νήματα και με τη βοήθεια βελόνας 2. κέντρισμα, νύξη με κεντρί ή με οξύ αιχμηρό όργανο …   Dictionary of Greek

  • chindisi — CHINDISÍ vb. v. broda, coase. Trimis de siveco, 04.02.2008. Sursa: Sinonime  chindisí, chindisésc, vb IV (înv.) 1. a broda, a coase la gherghef. 2. a garnisi, a împodobi ceva; a sculpta. Trimis de blaurb, 04.02.2008. Sursa: DAR  chindisí… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»