κεντίζω
Смотреть что такое "κεντίζω" в других словарях:
κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
κεντίζω — κέντισα, κεντισμένος 1. παρακινώ: Τον κεντίζει η γυναίκα του ν ασχοληθεί μ΄ αυτή τη δουλειά. 2. διακοσμώ ύφασμα: Κεντίζει τα σεντόνια. 3. τρυπώ με αιχμηρό όργανο: Κεντίζει το άλογο για να τρέξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέντισμα — το [κεντίζω] 1. κέντημα, διαποίκιλση υφάσματος με νήματα και με τη βοήθεια βελόνας 2. κέντρισμα, νύξη με κεντρί ή με οξύ αιχμηρό όργανο … Dictionary of Greek
chindisi — CHINDISÍ vb. v. broda, coase. Trimis de siveco, 04.02.2008. Sursa: Sinonime chindisí, chindisésc, vb IV (înv.) 1. a broda, a coase la gherghef. 2. a garnisi, a împodobi ceva; a sculpta. Trimis de blaurb, 04.02.2008. Sursa: DAR chindisí… … Dicționar Român